Ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέθανε σήμερα στο σπίτι του στο Μεξικό, μετέδωσαν πολλά μεξικανικά και κολομβιανά μέσα ενημέρωσης και επιβεβαίωσε πρόσωπο του περιβάλλοντός του, όπως και ο πρόεδρος της Κολομβίας, Χουάν Μανουέλ Σάντος.
Ο 87χρονος συγγραφέας “πέθανε στο σπίτι του στο Μεξικό” έχοντας δίπλα του την σύζυγό του και τους δυο γιους του, ανέφερε στο Twitter ο δημοσιογράφος του μεξικανικού τηλεοπτικού δικτύου Televisa Χοακίν Λόπες-Ντορίγα. Τον θάνατο του συγγραφέα του μυθιστορήματος “Εκατό Χρόνια Μοναξιά” γνωστοποίησαν επίσης οι εφημερίδες της Κολομβίας “Ελ Τιέμπο” και του Μεξικού “Ρεφόρμα” και επιβεβαίωσε στον λογαριασμό της στο Twitter η Φερνάντα Φαμιλιάρ, εκπρόσωπος της οικογένειας Μάρκες.
Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του «μαγικού ρεαλισμού» και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1927 στο χωριό Αρακατάκα, Διαμέρισμα Μαγδαλένα, Κολομβία. Το 1947 ξεκίνησε να σπουδάζει Νομική και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Μπογοτά. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε σε εφημερίδα το πρώτο του διήγημα, «Η Τρίτη Παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρθαγένη της Ινδίας των Δυτικών Ινδιών και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά. Πρωτοεμφανίστηκε το 1947 και το 1967 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημά του «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», το οποίο τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, καθώς αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές και του χάρισε μεγάλη διασημότητα. Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου»[1] Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα με τον καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.
== Έργα La hojarasca (Τα νεκρά φύλλα, 1955) El coronel no tiene quien le escriba (Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, 1961) La mala hora (Η κακιά ώρα, 1962) Los funerales de la Mamá Grande (Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα, 1962) Cien años de soledad (Εκατό χρόνια μοναξιάς, 1967) ― ελλην.μετάφρ.Αγγ.Βερυκοκάκη-Αρτέμη (“Νέα Σύνορα”) El otoño del patriarca (Το φθινόπωρο του Πατριάρχη, 1975) Crónica de una muerte anunciada (Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου, 1981) ― ελλην.μετάφρ.Σωτηριάδου-Μπαράχας (“Νέα Σύνορα”) El amor en los tiempos del cólera (Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, 1985) ― ελλην.μετάφρ.Σωτηριάδου-Μπαράχας (“Νέα Σύνορα”) La aventura de Miguel Littín clandestino en Chile (Η περιπέτεια του Μιγκέλ Λιττίν, λαθραίου στη Χιλή’, 1986) El general en su laberinto (Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του, 1989) Doce cuentos peregrinos (Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα, 1992) Del amor y otros demonios (Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, 1994) Noticia de un secuestro (Η είδηση μιας απαγωγής, 1996) Ανεμοσκορπίσματα Ζω για να τη διηγούμαι
Αυτή είναι η περιπετειώδης ζωή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Tην Κυριακή 6 Μαρτίου 1927, στις εννέα το πρωί, κατά τη διάρκεια μιας απρόσμενης νεροποντής, γεννήθηκε ένα αγοράκι, ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες. Η Λουίσα μού είπε ότι ο πατέρας της είχε φύγει από νωρίς για την εκκλησία, όταν τα πράγματα πήγαιναν «πολύ άσχημα», αλλά μόλις γύρισε στο σπίτι τα πάντα είχαν τελειώσει. Το παιδί γεννήθηκε με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του –αργότερα θα απέδιδε την κλειστοφοβία του σε αυτή την πρώιμη ατυχία– και ζύγιζε, έτσι ειπώθηκε, δυόμισι κιλά. Ετσι ξεκινά η βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας Τζέραλντ Μάρτιν αφηγείται την συναρπαστική του πορεία, δημιουργώντας μια βιογραφία τολμηρή και αποκαλυπτική όπως η δημοσιογραφία του Μάρκες, πολυεπίπεδη και γεμάτη πάθος όπως η γραφή του. Η βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε μετάφραση Άδωνι Σαμσών, κυκλοφορεί από την Μικρή Άρκτο. «Η πιο ζωντανή μου ανάμνηση δεν είναι τόσο οι άνθρωποι, αλλά το σπίτι στην Αρακατάκα όπου έζησα με τους παππούδες μου. Είναι ένα όνειρο που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, δεν περνάει μέρα στη ζωή μου που να μην ξυπνήσω με την αίσθηση, πραγματική ή φανταστική, ότι έχω ονειρευτεί πως βρίσκομαι μέσα σε αυτό το τεράστιο παλιό σπίτι. Όχι ότι έχω γυρίσει εκεί, αλλά ότι είμαι εκεί, όχι σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία ή για κάποιο ιδιαίτερο λόγο· σαν να μην έφυγα ποτέ. Ακόμη και τώρα, στα όνειρά μου εξακολουθεί να υπάρχει η αίσθηση ενός νυχτερινού προαισθήματος που κυριάρχησε σε όλη την παιδική μου ηλικία. Ήταν μια ανεξέλεγκτη δυσθυμία που με κυρίευε νωρίς κάθε βράδυ και με ροκάνιζε στον ύπνο μου, μέχρι που έβλεπα τον ήλιο να χαράζει μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας».
Μια μποέμικη παρέα 1950-53
Ο Γκαρσία Μάρκες ήταν ο νεότερος σε ολόκληρη την ομάδα, ο πιο αφελής και ο πιο άπειρος· σύμφωνα με τον Ιμπάρρα Μερλάνο, ο Γκαρ- σία Μάρκες όχι μόνο δεν έβριζε, αλλά δεν ήθελε ούτε οι υπόλοιποι να βρίζουν. Ποτέ δεν λάτρεψε το ποτό, ούτε ποτέ υπήρξε κυκλοθυμικός στη συμπεριφορά του, αν και φαίνεται ότι συχνά, αλλά διακριτικά, διατηρούσε κάποιες ερωτικές σχέσεις. Ο Χερμάν Βάργας διατύπωσε την εξής παρατήρηση: «Ήταν ντροπαλός και ήσυχος, σαν εμένα και τον Αλφόνσο· αυτό ήταν κατανοητό, γιατί ήταν ο πιο επαρχιώτης από όλους μας. Επίσης, ήταν ο πιο πειθαρχημένος». Εξακολουθούσε να είναι ο μοναδικός μέσα στην παρέα χωρίς χρήματα, ανέστιος, χωρίς σύζυγο ή φιλενάδα. Έμοιαζε με αιώνιο φοιτητή ή μποέμ καλλιτέχνη. Δεν είχε αρκετά χρήματα για να πληρώνει κανονικό ενοίκιο. Κατέληξε να μένει επί περίπου έναν χρόνο σε οίκο ανοχής, ο οποίος έφερε το όνομα «Residencias New York». Στον επάνω όροφο ήταν τα δωμάτια των ιεροδούλων, τα οποία διηύθυνε με αυστηρότητα η μαντάμ Καταλίνα λα Γκράντε. Ο Γκαρσία Μάρκες ενοικίασε ένα από τα δωμάτια στον τελευταίο όροφο του κτιρίου προς ενάμισι πέσο τη βραδιά. Το δωμάτιο, που έμοιαζε περισσότερο με κλουβί, ήταν δεν ήταν τρία τετραγωνικά μέτρα. Μια πόρνη ονόματι Μαρία Ενκαρνασιόν σιδέρωνε τα δύο παντελόνια και τα τρία πουκάμισά του μία φορά την εβδομάδα. Ενίοτε δεν είχε χρήματα για να πληρώσει το ενοίκιο και αντ’ αυτού έδινε στον θυρωρό Δάμασο Ροδρίγες το αντίγραφο από το τελευταίο του χειρό- γραφο. Έζησε σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στη βουή από τον δρόμο και τους εκκωφαντικούς θορύβους, τις επιχειρηματικές συζητήσεις και τα μαλ- λιοτραβήγματα από το πορνείο, για σχεδόν έναν χρόνο.
Η χαρά της ζωής, η χαρά της γραφής και η λογοκρισία Τα άρθρα του εκείνης της εποχής αποπνέουν όχι μόνο τη χαρά της ζωής, αλλά και τη χαρά της γραφής. Οι πρώτες εβδομάδες του 1950 υπήρξαν γι’ αυτόν οι πιο ευχάριστες· τουλάχιστον όσον αφορά τη δημοσιογραφική του καριέρα. Δύο ήταν τα βασικά προβλήματά του: η λογοκρισία και η αναζήτηση του κατάλληλου θέματος. Και τα δύο αυτά σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο σε ένα άρθρο του με τίτλο «Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης»: Η καμηλοπάρδαλη είναι ένα ζώο ευάλωτο στην παρα- μικρή δημοσιογραφική κίνηση. Από τη στιγμή που συλλαμβάνεται η πρώτη λέξη αυτής της καθημερινής στήλης· εδώ στην Underwood […] μέχρι τις έξι το πρωί της επόμενης ημέρας η καμηλοπάρδαλη γίνεται ένα θλιμμένο ανυπερά- σπιστο ζώο που μπορεί να σπάσει το πόδι της στρίβοντας σε κάποια γωνία. Κατ’ αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η δουλειά, να γράφεις δεκατέσσερα εκατοστά ανοησίας κάθε μέρα, δεν είναι εύκολη, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας. Έπειτα, υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού. Ο Μάρκες και ο κινηματογράφος Από την αρχή ήταν εχθρικά διακείμενος προς αυτό που θεωρούσε ρηχές εμπορικές και επιφανειακές αξίες του συστήματος του Χόλλυγουντ –εξαιρούσε τον Όρσον Ουέλς και τον Τσάρλι Τσάπλιν – ενώ υπερασπιζόταν σθεναρά τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, του οποίου την παραγωγή και τις ηθικές αξίες επιζητούσε για την ανάπτυξη ενός εθνι- κού κινηματογράφου στην Κολομβία. Αυτό θα εξελισσόταν σε κάτι σαν εμμονή τα χρόνια που ακολούθησαν. Έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον για τα τεχνικά ζητήματα –το σενάριο, τους διαλόγους, τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, τον ήχο, τη μουσική, το μοντάζ, την ηθοποιία– κάτι που ίσως του άνοιξε την πόρτα σε αυτό που θα αποκαλούσε αργότερα ξυλουργική της λογοτεχνίας του: τα τρικ του επαγγέλματος, τα οποία ποτέ δεν ήταν εντελώς πρόθυμος να αποκαλύψει, τουλάχιστον όχι όσον αφο- ρά το μυθιστόρημα. Επέμενε ότι τα σενάρια πρέπει να γράφονται με λιτότητα, συνέπεια και συνοχή· και ότι τα κοντινά και τα μακρινά πλά- να είναι εξίσου σημαντικά. Από την αρχή τον απασχολούσε η έννοια της καλογραμμένης ιστορίας, μια εμμονή η οποία θα τον χαρακτηρίζει για το υπόλοιπο της καριέρας του και που εξηγεί τον σεβασμό του για το Χίλιες και Μία Νύχτες, τον Δράκουλα, τον Κόμη Μοντεχρίστο και Το Νησί του Θησαυρού: όλα έξοχα και δημοφιλή έργα της λογοτεχνίας. Αυτό ακριβώς αναζητούσε και στο σινεμά. Η αντικειμενική πραγματι- κότητα –πίστευε– πρέπει να κυριαρχεί, αλλά ο εσωτερικός κόσμος, ακό- μη και ο φανταστικός κόσμος, δεν πρέπει να παραμελείται. Σημείωνε ότι τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ταινίας του Βιττόριο ντε Σίκα Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων ήταν «η ανθρώπινη αυθεντικότητα και η ζωντάνια της». Αυτές οι κεντρικές ιδέες θα δεσπόζουν στην οπτική του τα επόμενα χρόνια, οι οποίες δεν απείχαν πολύ από τα αξιώματά του όσον αφορά τον αστικό και σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που συνυφαίνονταν με τον ιταλικό νεορεαλισμό. Δεν ήταν αβανγκάρντ. Έδειχνε να μην τον απασχολούν οι θεωρίες του γαλλικού νέου κύματος που γεννιόταν τότε, του οποίου η επιρροή είναι εμφανής σε Βραζιλιάνους, Αργεντινούς και Κουβανούς κινηματογραφιστές της εποχής.
Η επίσκεψή του στο Αουσβιτς Αντιπάθησε την Κρακοβία για τον εγγενή συντηρητισμό της και τον οπισθοδρομικό καθολικισμό της· τουλάχιστον όπως τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Ωστόσο, η περιγραφή μιας επίσκεψης στο Άουσβιτς –αν και σύντομη– είναι συγκλονιστική. Άουσβιτς Για πρώτη φορά, ο συνήθως ελαφρόμυαλος σχολιαστής ομολογεί ότι με δυσκολία συγκράτησε τους λυγμούς του και δίνει μια δραματική, αν και νηφάλια, περιγραφή της επίσκεψής του: “Υπάρχει μια αίθουσα με τεράστιες γυάλινες προθήκες γεμάτες μέχρι επάνω με ανθρώπινα μαλλιά. Μια αίθουσα γεμάτη παπούτσια, ρούχα, μαντίλια, με αρχικά ονομάτων ραμμένα στο χέρι, βαλίτσες που μετέφεραν οι κρατούμενοι σε εκείνο το παραισθησιογόνο ξενοδοχείο που εξακολου- θούσε να έχει τις πινακίδες από τα ξενοδοχεία για τουρίστες. Υπάρχει επίσης μια προθήκη γεμάτη με παιδικά παπούτσια με φθαρμένα μεταλλικά τακούνια: μικρές λευκές μπότες που φορούσαν στο σχολείο και τα εξαρτήματα από τις μπότες εκείνων που πριν πάνε να πεθάνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχαν κάνει τον κόπο να επιβιώσουν από βρεφική παράλυση. Υπάρχει ένας απέραντος χώρος γεμάτος με προσθετικά μέλη, χιλιάδες ζευγάρια γυαλιά, μασέλες, γυάλινα μάτια, ξύλινα πόδια, μάλλινα γάντια που έκρυβαν κομμένα χέρια, όλα τα εργαλεία που εφηύρε ποτέ ο άνθρωπος για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στον κόσμο. Αποκόπηκα από τους άλλους και περπάτησα αθόρυ- βα κατά μήκος της αίθουσας. Με έτρωγε μια καταπιεσμένη οργή μέσα μου, γιατί ήθελα να κλάψω”. Αβάνα, 2007: ΓΓΜ και Φιντέλ Κάστρο. (Diario El Tiempo / epa / Corbis) Καρταχένα, Μάρτιος 2007: ΓΓΜ και Μπιλ Κλίντον. (Cesar Carrion / EPA / Corbis) Ο Μάρκες ταχυδρομεί τα “Εκατό Χρονια μοναξιά” Στις αρχές Αυγούστου, ο Γκαρσία Μάρκες συνόδεψε τη Μερσέδες στο ταχυδρομείο για να στείλει το τελικό χειρόγραφο στο Μπουένος Άιρες. Έμοιαζαν με δύο επιζώντες μιας καταστροφής. Το πακέτο περιείχε 490 δακτυλογραφημένες σελίδες. Ο υπάλληλος είπε: «Ογδόντα δύο πέσο». Ο Γκαρσία Μάρκες κοίταξε τη Μερσέδες που έψαχνε στην τσάντα της για τα χρήματα. Είχαν μόνο πενήντα και μπορούσαν να στείλουν μόνο το μισό περίπου βιβλίο: ο Γκαρσία Μάρκες έβαλε τον υπάλληλο πίσω από τον γκισέ να αφαιρέσει φύλλα από το πακέτο μέχρι να αρκέσουν τα πενήντα πέσο. Επέστρεψαν στο σπίτι, έβαλαν ενέχυρο τη θερμάστρα, το πιστολάκι μαλλιών και το μίξερ, πήγαν πίσω στο ταχυδρομείο και έστειλαν και τη δεύτερη δόση. Καθώς έβγαιναν από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες σταμάτησε, κοίταξε τον άντρα της και είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια»
Η πιο διάσημη γροθιά στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής Στις 12 Φεβρουαρίου 1976, κάτοικος πια της Πόλης του Μεξικού, εμφανίστηκε στην πρεμιέρα μιας κινηματογραφικής εκδοχής του Επιζώντες των Άνδεων. Καθώς έφτανε, ο Μάριο Βάργας Γιόσα, ο οποίος βρισκόταν στην πόλη για την εκδήλωση –είχε γράψει το σενάριο– στεκόταν στο φουαγέ. Ο Γκάμπο άνοιξε τα χέρια διάπλατα και φώναξε «αδελφέ μου!» Χωρίς να πει ούτε μια λέξη, ο Μάριο, ερασιτέχνης μποξέρ ων, τον «ξάπλωσε» κάτω με μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο. Μάρκες-Γιόσα Με τον Γκαρσία Μάρκες ημιλιπόθυμο στο πάτωμα αφού χτύπησε το κεφάλι του πέφτοντας, ο Μάριο φώναξε, ανάλογα με την εκάστοτε πηγή: «Γι’ αυτό που είπες στην Πατρίσια». Ή: «Γι’ αυτό που έκα- νες στην Πατρίσια». Αυτή έμελλε να γίνει η πιο διάσημη γροθιά στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής και ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διάφορων θεωριών. Οι αυτόπτες μάρτυρες ήταν πολλοί και οι εκδοχές όχι μόνο του τι συνέβη στην πραγματικότητα, αλλά και του γιατί, είναι πολλές. Λέγεται ότι ο γάμος του Βάργας Γιόσα περνούσε μια δύσκολη φάση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ότι ο Γκαρσία Μάρκες το θεώρησε καθήκον του να παρηγορήσει την προφανώς έξαλλη και αγανακτισμένη σύζυγο του Μάριο. Μερικοί λένε ότι παρενέβη συμβουλεύοντάς την να κινήσει διαδικασίες διαζυγίου· άλλοι, ότι η παρηγοριά ήταν πιο άμεση. Προφανώς, ο Μάριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γκαρσία Μάρκες είχε βάλει την ανησυχία του για την Πατρίσια πιο πάνω από τη φιλία τους. Μόνο ο Γκαρσία Μάρκες και η Πατρίσια Γιόσα ξέρουν τι έγινε ή τι δεν έγινε. Και μόνο η Πατρίσια Γιόσα ξέρει τι είπε στον σύζυγό της όταν τα ξαναβρήκαν. Με άλλα λόγια, μόνο αυτή ξέρει ολόκληρη την ιστορία. Όσο για τη Μερσέδες, ποτέ της δεν συγχώρησε τον Βάργας Γιόσα. Και ποτέ δεν ξέχασε τη δειλή και ανέντιμη πράξη του, όπως τη θεωρούσε, ανεξαρτήτως από την πρόκληση.